- φοινικίοις
- φοινίκιονpalm-wineneut dat plφοινίκιοςpalmmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινίκιος — (I) ία, ον, Α 1. πορφυρός («πτεροῑς φοινικίοις», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκιον το πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα». Το επίθ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. τού θηλ. ponikija «βαφή κόκκινου χρώματος»].… … Dictionary of Greek